-
1 κλαυμυρίζομαι
κλαυμυρίζομαι, = κλαυϑμυρίζομαι, Phot. lex.
-
2 κλαυμυρίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαυμυρίζομαι
-
3 κλαυμυριζόμενα
κλαυμυρίζομαιpres part mp neut nom /voc /acc pl -
4 κλαυμυριζόμενος
κλαυμυρίζομαιpres part mp masc nom sg -
5 κλαυμυρίζεται
κλαυμυρίζομαιpres ind mp 3rd sg -
6 κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρίζω, zum Weinen bringen; ἐπειδὰν τὰ παιδία κλαυϑμυρίσωσι Plut. ed. lib. 12; Liban.; vgl. κολαβρίζω; – häufiger im med., weinen, winseln, bes. von kleinen Kindern; Plat. Az. 358 d; D. Sic. 4, 20; Plut. sent. san. conv. 3; Luc. Tox. 61. Nach Phot. auch κλαυμυρίζομαι.
-
7 κλαυμυριείται
-
8 κλαυμυριεῖται
См. также в других словарях:
κλαυμυρίζομαι — (Α) κλαίω, κλαυθμυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού κλαυθμυρίζω / ομαι (πρβλ. κλαυθμονή κλαυμονή)] … Dictionary of Greek
κλαυμυριεῖται — κλαυμυρίζομαι fut ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυμυριζόμενα — κλαυμυρίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυμυριζόμενος — κλαυμυρίζομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυμυρίζεται — κλαυμυρίζομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)