-
21 ἐπίσσυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσσυτος
-
22 κατασβέννῡμι
κατασβέννῡμι, auslöschen; erschöpfen, austrocknen; perf. intrans., κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασι, sind versiegt. Übertr., χειμὼν κατασβέσειε τὴν πολλὴν βοήν, das Geschrei stillen
Страницы
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλαυμάτων — κλαῡμάτων , κλαῦμα weeping neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσσυτος — ἐπίσσυτος, ον (Α) [επισεύομαι] 1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.) 2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek