-
1 αρχηγενης
-
2 κατασβεννυμι
κατασβέννυμι, κατασβεννύω(в знач. pass.: aor. 2 κατέσβην, pf. κατέσβηκα)1) гасить, тушить(πῦρ Hom., Arst.)
; pass. угасать, гаснутьκατασβεσθῆναι τέν πυρήν Her. — (говорят, что) костер погас
2) осушать(θάλασσαν, πηγήν Aesch.)
; pass. высыхать, иссякатьκλαυμάτων πηγαὴ κατεσβήκασι Aesch. — источники слез иссякли, т.е. нет больше слез
3) подавлять, успокаивать, унимать(ἔριν Soph.; τέν ταραχήν Xen., Plut.; τὰς ἡδονάς Plat.)
; заглушать(τέν πολλέν βοήν Soph.; τέν δυσχέρειαν Plat.)
ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὴ κατασβεννύμενος (ὅ θυμός) Plat. — характер, быстро возбуждающийся из-за мелочей и (снова) успокаивающийся4) исцелять, лечить(τὰ τραύματα Luc.)
-
3 κατασβεννυω...
κατασβεννύω...κατασβέννυμι, κατασβεννύω(в знач. pass.: aor. 2 κατέσβην, pf. κατέσβηκα)1) гасить, тушить(πῦρ Hom., Arst.)
; pass. угасать, гаснутьκατασβεσθῆναι τέν πυρήν Her. — (говорят, что) костер погас
2) осушать(θάλασσαν, πηγήν Aesch.)
; pass. высыхать, иссякатьκλαυμάτων πηγαὴ κατεσβήκασι Aesch. — источники слез иссякли, т.е. нет больше слез
3) подавлять, успокаивать, унимать(ἔριν Soph.; τέν ταραχήν Xen., Plut.; τὰς ἡδονάς Plat.)
; заглушать(τέν πολλέν βοήν Soph.; τέν δυσχέρειαν Plat.)
ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὴ κατασβεννύμενος (ὅ θυμός) Plat. — характер, быстро возбуждающийся из-за мелочей и (снова) успокаивающийся4) исцелять, лечить(τὰ τραύματα Luc.)
-
4 πηγη
дор. πᾱγά (γᾱ) ἥ1) струя, поток(πηγαὴ ποταμῶν Hom.; πηγαὴ κλαυμάτων Aesch.; παγαὴ δακρύων Soph.)
πηγαὴ βοτρύων Eur. — потоки вина2) источник, родник(π. καὴ ἀρχέ κινήσεως Plat.; τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς NT.)
πηγαὴ ἡλίου Aesch. = ἕως;π. ἀκούουσα Soph. = ἀκοή
См. также в других словарях:
κλαυμάτων — κλαῡμάτων , κλαῦμα weeping neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσσυτος — ἐπίσσυτος, ον (Α) [επισεύομαι] 1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.) 2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek