-
1 κλασ-αυχενεύομαι
κλασ-αυχενεύομαι, mit gleichsam geknicktem, gebogenem Halse einhergehen, wie ein Zärtling, Weichling, Archipp. com. bei Plut. Alc. 1.
-
2 κλασαυχενεύομαι
κλασ-αυχενεύομαι, mit gleichsam geknicktem, gebogenem Halse einhergehen, wie ein Zärtling, Weichling -
3 κλασαυχενευομαι
См. также в других словарях:
κλασαυχενεύομαι — (Α) (για τον γιο τού Αλκιβιάδη) κλασαυχενίζομαι*, βαδίζω κουνώντας τον αυχένα πότε δεξιά, πότε αριστερά, δηλ. περπατώ θηλυπρεπώς, ακκίζομαι, κάνω θηλυπρεπή τσακίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. κλασ αυχενεύομαι < θ. κλασ τού κλῶ (πρβλ. μέλλων κλάσ ω, αόρ. ἔ… … Dictionary of Greek