-
1 классический
κλασικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > классический
-
2 классик
классик м о κλασικός* писатель-\классик о κλασικός συγγραφέας* * *мο κλασικόςписа́тель-кла́ссик — ο κλασικός συγγραφέας
-
3 классический
-
4 атлетика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атлетика
-
5 модель
1. (образец какого-л. изделия, образец для изготовления чего-л) το μοντέλο, το πρότυποлитейная - χύτευσης 2 (уменьшенное или в натуральную величину воспроизведение или схема чего-л.) το πρόπλασμα, το μοντέλοмасштабная - υπό/σε κλίμακα3. (тип, марка конструкции) о τύπος, η έκδοση, το μοντέλο 4. (схема какого-л. явления или физического объекта) το πρότυπο, το μοντέλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модель
-
6 frequentist
French\ \ fréquencisteGerman\ \ frequentistischDutch\ \ frequentistItalian\ \ -Spanish\ \ -Catalan\ \ freqüentistaPortuguese\ \ frequencistaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ frekventistGreek\ \ κλασικόςFinnish\ \ frekventistiHungarian\ \ -Turkish\ \ frekansçı (ekol veya akım)Estonian\ \ sagedusliku tõenäosusteooria pooldajaLithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ фреквентистUkrainian\ \ -Serbian\ \ фрекуентистIcelandic\ \ -Euskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ فراوانيگراArabic\ \ خاصية التكرارAfrikaans\ \ frekwentisChinese\ \ 频 率 学 者 , 频 数 家Korean\ \ 빈도론자
См. также в других словарях:
κλασικός — ή, ό (AM κλασσικός) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και καλλιτέχνες («κλασικές σπουδές») 2. (για δημιουργό ή δημιούργημα) διαπρεπής, αναγνωρισμένος ως διάσημος, πρότυπος, δόκιμος, έγκριτος 3 … Dictionary of Greek
κλασικός — ή, ό επίρρ. ά (λ. λατ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κλασικούς συγγραφείς και στα έργα τους: Ο 5ος και ο 4ος αιώνας π.Χ. είναι οι κλασικοί χρόνοι. 2. συγγραφέας ή καλλιτέχνης, είτε λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό δημιούργημα οποιουδήποτε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλασικός κύκλος — Σύνολο επικών έργων, που γράφτηκαν κατά τον Μεσαίωνα, με θέματα πρόσωπα και περιπέτειες της κλασικής αρχαιότητας. Στα έργα, που ήταν εμπνευσμένα από τη ζωή των ιπποτών ή από σκανδιναβικές και ανατολικές παραδόσεις, προστέθηκαν, κατά τα τέλη του… … Dictionary of Greek
κλασικίζω — [κλασικός] 1. μιμούμαι τους κλασικούς 2. είμαι οπαδός τού κλασικισμού, πιστεύω στην κλασική παιδεία … Dictionary of Greek
Συκουτρής, Ιωάννης — Κλασικός φιλόλογος, βυζαντινολόγος, νεοελληνιστής και φιλόσοφος (Σμύρνη 1901 Ακροκόρινθος 1937). Σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή της γενέτειρας του, στο πανεπιστήμιο της Αθήνας (1919 1922) και στα πανεπιστήμια της Λιψίας και του Βερολίνου (1925… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
Μπάρι, Τζέιμς Μάθιου — (Sir James Matthew Barrie, Κίριμιουιρ, Άνγκους 1860 – Λονδίνο 1937). Σκοτσέζος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Το 1885 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, αφού πρώτα σπούδασε στο Εδιμβούργο. Αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, αλλά αργότερα, όταν… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αδόκιμος — η, ο (Α ἀδόκιμος, ον) [δόκιμος] μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος νεοελλ. «αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς «αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται αρχ.… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek