1 κλαρά
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαρά
κλαραγεί — κλαραγεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ., στους Σικελούς) «ἐλαφρῶς καθεύδει» … Dictionary of Greek