-
1 κλαμυστῆσαι
Grammatical information: v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Expressive formation in - υσ-τέω (: *κλαμ-ύζω like κελαρύζω, γογγύζω a. o.; cf. Schwyzer 705f. and 736) from the m-derivation in Lat. clā-m-āre `call loudly, cry', OHG hlamōn `rustle' (not directly to καλέω); but the α is short. The word looks rather Pre-Greek ( κλαμ-υσ-).Page in Frisk: 1,866Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλαμυστῆσαι
-
2 κλαδαρός
A quivering, 'whippy' in the shaft,δοράτια Plb.6.25.5
;κάμακες AP9.322
(Leon., v.l. κλαμ-); wavy,ζωηφόρος κλαδαρὰ οἷον ἱμάς Cat.Cod.Astr.7.241
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαδαρός
См. также в других словарях:
κλαμ — το ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους εδώδιμου μαλακίου Mercenaria mercenaria. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ clam. Τα μαλάκια πήραν την ονομασία αυτή από το ρ. clamp «συσφίγγω», λόγω τού κελύφους τους, που κλείνει με δύναμη] … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek