Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλαδάσσομαι

См. также в других словарях:

  • κλαδάσσομαι — (Α) κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός] …   Dictionary of Greek

  • κλαδασσόμενον — κλαδάσσομαι rush violently pres part mp masc acc sg κλαδάσσομαι rush violently pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδαρός — κλαδαρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος («τὰ δὲ δόρατα... λεπτά καὶ κλαδαρά ποιοῡντες», Πολ.) 2. μτφ. ηδυπαθής, ερωτόληπτος («κλαδαρὰς ὄψεις», Κλήμ.) 3. κυματοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλα δ αρός. Η ρίζα θα πρέπει να είναι τού ρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»