-
1 κλαγκτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαγκτός
-
2 κλαγκταίσι
-
3 κλαγκταῖσι
См. также в других словарях:
κλαγκτός — κλαγκτός, ή, όν (Α) [κλάζω] κλαγερός* … Dictionary of Greek
κλαγκταῖσι — κλαγκτός fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)