-
1 κλαγκτός
κλαγκτός, adj. verb. zu κλάζω, = Vorigem; φωναί Antiphan. bei Ath. I, 15 a; vgl. κλαγγόν.
-
2 κλαγκτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαγκτός
-
3 κλαγκταίσι
-
4 κλαγκταῖσι
См. также в других словарях:
κλαγκτός — κλαγκτός, ή, όν (Α) [κλάζω] κλαγερός* … Dictionary of Greek
κλαγκταῖσι — κλαγκτός fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)