-
1 κλίσιν
κλίσιςbending: fem acc sg -
2 ἀναδέχομαι
ἀναδέχομαι, [tense] fut. - δέξομαι: [tense] aor. ἀνεδεξάμην, [dialect] Ep. [tense] aor. ἀνεδέγμην (v. infr.): [tense] pf. [voice] Pass. ἀναδέδεγμαι:—A take up, catch, receive, σάκος δ' ἀνεδέξατο πολλά (sc. δόρατα) Il.5.619;ἀ. πληγὰς εἰς τὸ σῶμα Plu. Tim.4
;βέλη τῷ σώματι Marc.10
.2 receive, entertain as a guest, Act.Ap.28.7.II take upon oneself, submit to, ἀνεδέγμεθ' ὀϊζύν Od.17.563, cf. Archil.60;ἁμαρτήματα D.19.36
;πόλεμον Plb.1.88.12
;ἀπέχθειαν Plu.Eum.6
;ἀ. τι ἐφ' ἑαυτόν D.22.64
, cf. Din.1.3: abs., acknowledge one's evidence, of an absent witness, D.46.7.2 accept, receive,ἀγγελίαν Pi.P.2.41
(al. - δείξατ') ; λουτρὰ.. μητρὸς ἀνεδέξω πάρα E IT818; χορηγίας, ἡγεμονίαν, Plu.Arist.1,23;τὸν κλῆρον Cic.43
;τῶν σωμάτων τὰ μανὰ ἀ. θερμότητα Cat.Mi.61
(dub.); accept a statement, Them.in Ph.77.8.4 undertake to say or do, c. [tense] fut. inf., Hdt.5.91, X.Cyr.6.1.17, etc.: c. [tense] aor. inf., Plu. Arist.14.b undertake, c. acc., S.Ichn.157;ὅσα ὑπισχνεῖτο καὶ ἀνεδέχετο D.35.7
; take upon oneself, ; πρεσβείας, κινδύνους, OGI339.20 (Sestos, ii B. C.), 441.9 (Stratonicea, i B. C.).5 give security to one,τινί Th.8.81
;τινί τι Plb. 11.25.9
; go bail for,τινά Thphr.Char.12.4
;τινὰ τῶν χρημάτων Plb.5.16.8
; ἀ. τοὺς δανειστάς undertake to satisfy them, Plu.Caes.11; ἀ. τὴν πίστινὑπέρ τινος Id.Phoc.14
: abs., Leg.Gort.9.24,41.6 take back, D.59.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναδέχομαι
-
3 ἐγχωρέω
A give room to do a thing, allow, ὁ χρὁνος οὐκ ἐγχωρεῖ, c. inf., Lys.26.6, X.Eq.12.13: abs., ὅσον ἐνεχώρεε ἡ δεκάτη so far as the money allowed her to go, Hdt.2.135; ἂν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ (i.e. the water-clock), D.44.45.2 ἐγχωρεῖ, impers., there is time, it is possible or allowable, c. dat. pers. et inf.,ἐ. αὐτῷ εἰδέναι Antipho 1.7
, cf. 5.90, Pl. Prt. 321d, X.HG2.3.16, etc.;οἷς ἐ. ὑβρισταῖς εἶναι Lys.24.15
: also abs., ἔτι ἐ. there is yet time, Pl.Phd. 116e;οὐκέτ' ἐγχωρεῖ D.4.41
; = ἐνδέχεται, Arist.APr. 25b10, al.;ἐφ' ὁπόσον ἂν ἐγχωρῇ D.H.Comp.6
;ἐγχωροῦν ἐστί Paus.3.24.11
; κατὰ τὸ ἐγχωροῦν as far as possible, Paul. Aeg.6.99.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγχωρέω
См. также в других словарях:
κλίσιν — κλίσις bending fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARABITAE — Graece Α᾿ραβῖται, populi dicti sunt, fluvii Indiae, Arabis accolae. Steph. Α῎ραβις ποταμὸς Ι᾿νδικῆς εν αὐτονόμῳ χώρα, περὶ ὃν οἰκοῦσιν Α᾿ραβῖται, ὡς Ω᾿κεανῖται, Et sic etiam praeferunt vulgatae ditiones Arriani in Indicis: Sed Α᾿ρβἰται Arbitae,… … Hofmann J. Lexicon universale
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
Τζάρτζανος, Αχιλλέας — (Τίρναβος 1873 – Αθήνα 1946). Έλληνας φιλόλογος και γλωσσολόγος. Ύστερα από τις εγκύκλιες σπουδές του στον Τίρναβο και στη Λάρισα, φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, της οποίας αναγορεύτηκε (1900) αριστούχος διδάκτορας.… … Dictionary of Greek