Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κλίνομαι

См. также в других словарях:

  • κλίνομαι — κλίνομαι, κλίθηκα, κεκλιμένος βλ. πίν. 2 Σημειώσεις: κλίνομαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται μόνο για την κλίση ρημάτων, ενώ η μτχ. κεκλιμένος έχει ρόλο επιθέτου (→ αυτός που παρουσιάζει κλίση, επικλινής) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλίνομαι — κλί̱νομαι , κλίνω sráyati aor subj mid 1st sg (epic) κλί̱νομαι , κλίνω sráyati pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφυποκλίνομαι — ἐφυποκλίνομαι (Μ) κάνω εδαφιαία υπόκλιση, υποκλίνομαι ώς το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑπο κλίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • πληθύνω — ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό 2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ) 3. μέσ. πληθύνομαι αυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β.… …   Dictionary of Greek

  • ԸՆԿՈՂՄԱՆԻՄ — ( ) NBH 1 0781 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ձ. ԸՆԿՈՂՄԱՆԻՄ կամ ԸՆԿՈՂՄՆԻՄ ԸՆԿՈՂՄԻՄ ԸՆԿՈՂՆԻՄ. κλίνομαι , κατακλίνομαι, ἁνάκειμαι decumbo, reclinor, recumbo, jaceo Կողմանիլ. հանգչել. ʼի մի կողմն անկանիլ. անկեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԸՆԿՈՂՄԻՄ — ( ) NBH 1 0781 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ձ. ԸՆԿՈՂՄԱՆԻՄ կամ ԸՆԿՈՂՄՆԻՄ ԸՆԿՈՂՄԻՄ ԸՆԿՈՂՆԻՄ. κλίνομαι , κατακλίνομαι, ἁνάκειμαι decumbo, reclinor, recumbo, jaceo Կողմանիլ. հանգչել. ʼի մի կողմն անկանիլ. անկեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽՄԲԵՄ — (եցի.) NBH 1 0949 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 13c ն. συνάγω congrego. Ի մի խումբ ժողովել, հաւաքել, զօր գումարել. կր. գումարիլ. բախիլ. ... յն. խոնարհիլ, այսինքն ʼի մի գալ, եւ ընդհարկանիլ. κλίνομαι, συνάπτομαι inclinor,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽՈՅՍ — ( ) NBH 1 0961 Chronological Sequence: 10c Արմատ Խոսելոյ. ուստի ԽՈՅՍ ՏԱԼ, եւս եւ ԽՈՅՍ ԱՌՆՈՒԼ, Նոյն է ընդ Խուսել. ἑκκλίνω , κλίνομαι, ἑκνεύω, ὐποχωρέω declino, diverto, secedo. Խուսափել. Խորշիլ. հեռանալ. Փախչիլ. տեղի տալ. կրզել, կծիկը դնել, մեկդի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»