Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κλέουσαι

См. также в других словарях:

  • κλέουσαι — κλέω tell of pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελωδός — ο, η (ΑM μελῳδός, όν) ως ουσ. 1. αοιδός, τραγουδιστής 2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του 2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»