-
1 κλάδευσις
-
2 κλάδευσις
См. также в других словарях:
κλαδεύσει — κλάδευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) κλαδεύσεϊ , κλάδευσις fem dat sg (epic) κλάδευσις fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδευσιν — κλάδευσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδευση — η (AM κλάδευσις) [κλαδεύω] το κλάδεμα … Dictionary of Greek
κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… … Dictionary of Greek
κλαδεύσεως — κλαδεύσεω̆ς , κλάδευσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)