-
1 κιχάνω
κιχάνω, conj. wie von κίχημι, κιχείω, Il. 1, 26, κιχείομεν, 21, 128, optat. κιχείην, 2, 188, inf. κιχῆναι, ep. κιχήμεναι, Od. 16, 357, Nonn., partic. κιχείς, Il. 16, 342, med. κιχάνομαι, Il. 19, 289, κιχήμενος, 11, 451 u. öfter, imperf. κιχήτην, 10, 376, u. nach Analogie von ἐτίϑουν, ἐτίϑεις, auch ἐκίχεις, Od. 24, 284 (ein Präsens κιχέω kommt nicht vor), fut. κιχήσομαι, aor. ἔκιχον, κιχών, u. bei sp. D. ἐκίχησα, auch med. ἐκιχησάμην, Il. 4, 385; Hesych. führt auch κίξατο u. κίξαντες an; – erreichen, antreffen, finden; μή σε, γέρον, κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω Il. 1, 26, öfter; int Lauf einholen, Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι Il. 16, 342, κιχάνετε μηδὲ λίπησϑον 23, 407; δουρί 10, 370; auch βέλος κιχήμενον, 5, 187; κιχάνει δίψα τε καὶ λιμός 19, 165; νῦν αὖτέ με μοῖρα κιχάνει 22, 203, wie φϑῆ σε τέλος ϑανάτοιο κιχήμενον 11, 451; ἄστυ, die Stadt einnehmen, 21, 128; Pind. nur im aor. II., ἀετόν P. 2, 50; κιχήσατο Archil. frg. 41; κιχάνει δέ μιν Ἑρμῆς Aesch. Ch. 613; μέχρις μυχοὺς κίχωσι τοῠ κάτω ϑεοῦ Soph. Ai. 568, der auch den gen. damit abdt, ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου; O. C. 1484; λιμένα ἔκιχεν Eur. Bacch. 901; μὴ μίασμά μ' ἐν δόμοις κίχῃ Alc. 22; sp. D., εὕδοντας ἐκίχησε φυλακτῆρας Opp. Hal. 5, 116, Nonn. – [Bei Hom. ist α lang, bei den Att. kurz, die aber ι im praes. lang brauchen, z. B. Soph. O. C. 1451 Aesch. Ch. 613 Eur. Alc. 480; weshalb κιγχάνω zu schreiben scheint, vgl. Eust. zu Od. 5, 84 u. Phot.]
См. также в других словарях:
'κιχήσατο — ἐκιχήσατο , κιχάνω reach aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχήσατο — κιχάνω reach aor ind mid 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιχάνω — και κιγχάνω (Α) 1. συναντώ, βρίσκω, πετυχαίνω («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», Ομ. Ιλ.) 2. προλαβαίνω κάποιον ή κάτι, προφτάνω κάποιον ή κάτι (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», Ομ. Ιλ. β. «ὅ καὶ πτερόεντ αἰετὸν κίχε», Πίνδ.) 3. τυγχάνω*… … Dictionary of Greek
λαιψηρός — λαιψηρός, ά, όν (Α) 1. ελαφρός, γρήγορος, ευκίνητος, ανάλαφρος («ὅς oἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῡνα», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς («ὧς αἰεὶ Ἀχιλλῆα κιχήσατο κῡμα ῤόοιο καὶ λαιψηρὸν ἔοντα», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ.… … Dictionary of Greek