Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κιττοφόρος

См. также в других словарях:

  • κιττοφόρος — κιττοφόρος, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. κισσοφόρος …   Dictionary of Greek

  • κιττοφόρος — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρος — κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ. β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.) 2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.) 3. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»