-
1 κιτρέα
κιτρέᾱ, κίτρεοςcitron-tree: fem nom /voc /acc dualκιτρέᾱ, κίτρεοςcitron-tree: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)κιτρέᾱ, κιτρέαcitron-tree: fem nom /voc /acc dualκιτρέᾱ, κιτρέαcitron-tree: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κιτρέᾱͅ, κίτρεοςcitron-tree: fem dat sg (attic doric aeolic)κιτρέᾱͅ, κιτρέαcitron-tree: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κιτρέα
-
3 κιτρέα
κιτρέα, ἡ, -
4 κιτρέα
-
5 κιτρέᾳ
Βλ. λ. κιτρέα -
6 κιτρέα
η см. κιτριά -
7 κιτρέας
κιτρέᾱς, κίτρεοςcitron-tree: fem acc plκιτρέᾱς, κίτρεοςcitron-tree: fem gen sg (attic doric aeolic)κιτρέᾱς, κιτρέαcitron-tree: fem acc plκιτρέᾱς, κιτρέαcitron-tree: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 цитрус
-а α.η κιτρέα. -
9 κίτριον
κίτρῐον, τό,A = κιτρέα, citron-tree, IG42(1).126.9(Epid., ii A.D.), POxy.1764.19 (iii A.D.), Gp.10.8.1;θύρσοι ἐκ κιτρίων J.AJ13.13.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίτριον
-
10 κίτρον
κίτρον, τό, -
11 κίτριον
Grammatical information: n.Meaning: `citron-tree (Citrus medica), citron' (Juba, J., Epidauros IIp, Dsc.); also κίτρον `citron' (Pamphil. ap. Ath. 3, 85c).Derivatives: κίτρινος `belonging to a citron-tree' (D. C.), also κίτρεος (pap. VIp); κιτρέα f. `citron-tree' (Gp.; after μηλέα etc.); κιτρᾶτον `citron-drink' (Alex. Trall.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.Etymology: From Lat. citrium, citrum, citreus, citrātus, which all go back on citrus `citron-tree', which itself is somehow connected with Gr. κέδρος (s. v.) and perhaps through Etruscan came from Greek. - W.-Hofmann s. citrus with lit.Page in Frisk: 1,860-861Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίτριον
См. также в других словарях:
κιτρέα — κιτρέᾱ , κίτρεος citron tree fem nom/voc/acc dual κιτρέᾱ , κίτρεος citron tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κιτρέᾱ , κιτρέα citron tree fem nom/voc/acc dual κιτρέᾱ , κιτρέα citron tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιτρέᾳ — κιτρέᾱͅ , κίτρεος citron tree fem dat sg (attic doric aeolic) κιτρέᾱͅ , κιτρέα citron tree fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιτρέα — η (Μ κιτρέα) βλ. κιτριά … Dictionary of Greek
κιτρέας — κιτρέᾱς , κίτρεος citron tree fem acc pl κιτρέᾱς , κίτρεος citron tree fem gen sg (attic doric aeolic) κιτρέᾱς , κιτρέα citron tree fem acc pl κιτρέᾱς , κιτρέα citron tree fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… … Dictionary of Greek
γλυκολεμονιά — και λεϊμονιά, η βοτ. το δέντρο κιτρέα η λιμεττία … Dictionary of Greek
κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο … Dictionary of Greek
παστόκιτρο — το ο καρπός τού φυτού κιτρέα η κοινή, ο οποίος διατηρείται νωπός σε άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστός + κίτρο] … Dictionary of Greek