Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κιτρινίζω

См. также в других словарях:

  • κιτρινίζω — κιτρινίζω, κιτρίνισα, κιτρινισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κιτρινίζω — [κίτρινος] 1. αποκτώ κίτρινο χρώμα 2. δίνω σε κάτι κίτρινο χρώμα, βάφω κίτρινο κάτι …   Dictionary of Greek

  • κιτρινίζω — βλ. κιτρινιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφροκιτρινίζω — κιτρινίζω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + κιτρινίζω] …   Dictionary of Greek

  • ακιτρίνιστος — η, ο [κιτρινίζω] αυτός που δεν έχει κιτρινίσει …   Dictionary of Greek

  • αποπελιούμαι — ἀποπελιοῡμαι ( όομαι) (Α) [πελιούμαι] γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… …   Dictionary of Greek

  • κατακιτρινίζω — [κατακίτρινος] 1. γίνομαι εντελώς κίτρινος, κιτρινίζω πάρα πολύ 2. καταχλωμιάζω, γίνομαι κάτωχρος 3. χρωματίζω κάτι εντελώς κίτρινο …   Dictionary of Greek

  • κερώνω — [κερί] 1. επαλείφω με κερί, κηρώνω* 2. πήζω, στεγνώνω όπως το κερί 3. μτφ. κιτρινίζω, γίνομαι χλομός, ωχρός, υποκίτρινος σαν κερί από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα, αποσβολώνομαι («μόλις μέ είδε μπροστά του, κέρωσε») 3. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε κερί ή… …   Dictionary of Greek

  • κιρράζω — (Μ) [κιρρός] γίνομαι κίτρινος, κιτρινίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»