Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κισσόφυλλον

См. также в других словарях:

  • κισσόφυλλον — κισσόφυλλον, τὸ (AM) φύλλο κισσού αρχ. είδος κυκλάμινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + φυλλον (< φύλλον), πρβλ. μηλό φυλλον, ροδό φυλλον] …   Dictionary of Greek

  • κισσόφυλλον — ivy leaf neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφύλλων — κισσόφυλλον ivy leaf neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφύλλῳ — κισσόφυλλον ivy leaf neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»