-
1 κισσόφυλλον
κισσόφυλλονivy-leaf: neut nom /voc /acc sg -
2 κισσόφυλλον
-ου τό N 2 0-0-0-0-1=1 3 Mc 2,29ivy leaf; neol.? -
3 κισσόφυλλον
κισσό-φυλλον, τό,II = κυκλάμινος, Ps.-Dsc.2.164.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσόφυλλον
-
4 κισσοφύλλων
κισσόφυλλονivy-leaf: neut gen pl -
5 κισσ-άνθεμον
κισσ-άνθεμον, τό, ein Kraut, sonst ἑλξίνη genannt, Galen. – Auch eine Art κυκλάμινον heißt so nach Diosc. u. κισσόφυλλον, wegen Aehnlichkeit der Blätter mit dem Epheu.
-
6 κισσοφύλλω
-
7 κισσοφύλλῳ
-
8 κισσάνθεμον
κισσ-άνθεμον, τό, u. κισσ-άμπελος, ὁ, ein Kraut, sonst ἑλξίνη genannt. Auch eine Art κυκλάμινον heißt so u. κισσόφυλλον, wegen Ähnlichkeit der Blätter mit dem Epheu
См. также в других словарях:
κισσόφυλλον — κισσόφυλλον, τὸ (AM) φύλλο κισσού αρχ. είδος κυκλάμινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + φυλλον (< φύλλον), πρβλ. μηλό φυλλον, ροδό φυλλον] … Dictionary of Greek
κισσόφυλλον — ivy leaf neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφύλλων — κισσόφυλλον ivy leaf neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφύλλῳ — κισσόφυλλον ivy leaf neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η … Dictionary of Greek