-
1 κισσο-χαίτης
κισσο-χαίτης, epheugelockt, mit Epheu das Haar umkränzt; Cratin. bei Hephaest. p. 96; Pratin. bei Ath. XIV, 617 f. vom Dionysus.
-
2 κισσοχαίτης
κισσο-χαίτης, epheugelockt, mit Epheu das Haar umkränzt
См. также в других словарях:
κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν … Dictionary of Greek