-
1 κισσοχίτων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσοχίτων
См. также в других словарях:
κυανοχίτων — κυανοχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά χιτώνα κυανού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χιτών (πρβλ. κισσο χίτων, τοξο χίτων)] … Dictionary of Greek
κισσοχίτων — κισσοχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) ντυμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χίτων (< χιτών, πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] … Dictionary of Greek