Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κινοῦσι

См. также в других словарях:

  • κινοῦσι — κῑνοῦσι , κινέω set in motion pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κῑνοῦσι , κινέω set in motion pres ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • подвигати — ПОДВИ|ГАТИ1 (9*), ЖОУ, ЖЕТЬ гл. 1.Выступать, ополчаться на когол. Перен.: Како прочеѥ подвижете на мѧ ѡстраще||наго. и ˫азыки нудите. и буѥсловите. (κινεῖσϑε) ФСт XIV/XV, 54б–в. 2. Побуждать, склонять к чемул., к совершению чегол.: видѣньѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κίγκλος — ὁ (Α κίγκλος) 1. μικρό πτηνό που κουνά συνεχώς την ουρά του, πιθ. είδος σουσουράδας («καὶ σχοίνιλος καὶ κίγκλος... πάντες δὲ οὗτοι τὸ οὐραῑον κινοῡσι», Αριστοτ.) 2. είδος σατυρικής ορχήσεως, κατά την οποία οι χορευτές έκαναν κωμικές κινήσεις… …   Dictionary of Greek

  • μεσόνεοι — μεσόνεοι, οἱ (Α) οι κωπηλάτες που κάθονταν στο μέσο τού πλοίου και οι οποίοι χρησιμοποιούσαν πολύ μακριά κουπιά («διὰ τί οἱ μεσόνεοι μάλιστα τὴν ναῡν κινοῡσι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ναῦς, νεώς] …   Dictionary of Greek

  • προσπιέζω — και προσπιεζῶ, έω, ΜΑ (ιδίως σχετικά με επίδεσμο) δένω κάτι πολύ σφιχτά, συσφίγγω αρχ. 1. πιέζω κάτι ακόμη πιο πολύ, συνθλίβω 2. πιέζω κάτι ολόγυρα 3. εξασκώ πίεση σε κάτι ή πάνω σε κάτι («κινοῡσι δὲ τὸ ἄνω μέρος... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ κάτω» …   Dictionary of Greek

  • συντροφιαστός — ή, ό, Ν [συντροφιάζω] αυτός που πηγαίνει κάπου μαζί με άλλον («από νωρίς τ απόγιομα συντροφιαστές κινούσι», Ερωτόκρ.). επίρρ... συντροφιαστά Ν με τη συνοδεία κάποιου, με συντροφιά …   Dictionary of Greek

  • φρύγετρο — το / φρύγετρον, ΝΑ καβουρντιστήρι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «φρύγετρον ξυλήφιον, ᾧ κινοῦσι τὰς πεφρυγμένας κριθάς». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + επίθημα ε τρον (βλ. και λ. τρον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»