Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κινουμένῃ

См. также в других словарях:

  • κινουμένη — κῑνουμένη , κινέω set in motion pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινουμένῃ — κῑνουμένῃ , κινέω set in motion pres part mp fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεράνι — I (geranium). Καλλωπιστικό φυτό, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πελαργόνιο το ζωνωτό. Όλα τα είδη του φυτού αυτού αναφέρονται συνοπτικά ως γερανιίδες. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και γένος φυτών, άσχετο με το καλλωπιστικό, με περίπου 20 …   Dictionary of Greek

  • List of programs broadcast by Alpha TV — This is a history of the programming that has aired on Alpha TV (formerly Skai) from Greece: Serials * Tha Se Tho Sto Ploio Comedy * Kato apo tin Akropoli Drama * 10th Entoli (10η Εντολή) Crime drama * Erotas Me Epidotisi O.G.A. (Έρωτας με… …   Wikipedia

  • СТОИЦИЗМ —     СТОИЦИЗМ учение одной из наиболее влиятельных философских школ Античности, основанной ок. 300 до н. э. Зеноном изКития; название «Стоя» происходит от названия «Расписного Портика» (Στοὰ Ποικίλη) в Афинах, где преподавал Зенон.… …   Античная философия

  • непремѣнимыи — (1*) пр. Неизменный: се бѧше само то б҃жье слово... еже ѿ начала начало ѿ свѣта свѣ(т). источни(к) живота и бесм҃ртьства. обра(з) первообразны˫а доброты. непремѣнимоѥ знаменье. неизмѣнныи обра(з). оч҃ь. (μὴ κινουμένη) ГБ XIV, 58в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подвизатисѧ — ПОДВИЗА|ТИСѦ (236), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Приходить в движение, сдвигаться с места; перемещаться; колебаться: днь(с) весь ѥр(с)лмъ подвизасѧ вшестьви˫а г(с)нѧ ради старци быстро шествоваху… ѡтроци ск(о)ро течаху. КТур XII сп. XIV2, 226 об.; все…… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… …   Dictionary of Greek

  • κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»