Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κινηματογραφικές

См. также в других словарях:

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… …   Dictionary of Greek

  • επίκαιρα, κινηματογραφικά — Ταινίες μικρού μήκους που γυρίζονταν στο παρελθόν για να παρουσιάζουν περιοδικά ένα ή περισσότερα τρέχοντα γεγονότα και χρονικά (πολιτικά, αθλητικά, επιστημονικά, θρησκευτικά, κοσμικά κλπ.). Οι προβολές ταινιών επικαιρότητας άρχισαν ουσιαστικά με …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Καζάκος, Κώστας — (Πύργος Ηλείας 1935 –). Ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός παραγωγός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Πρωτοεμφανίστηκε (1957) στο θέατρο με το έργο Ο Κύκλος με την κιμωλία. Συνέχισε ως μέλος του θιάσου του Κουν με… …   Dictionary of Greek

  • Κρόσμπι, Μπινγκ — (Harry Lillis «Bing» Crosby, Ταχόμα, Ουάσινγκτον 1904 – Μαδρίτη 1977). Αμερικανός τραγουδιστής και ηθοποιός. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν ακολούθησε ποτέ ανάλογη σταδιοδρομία, καθώς η ενασχόλησή του με τον χώρο της διασκέδασης ξεκίνησε σε νεαρή… …   Dictionary of Greek

  • Ολίβιε, Λόρενς — (Laurence Olivier, Ντόρκινγκ, Λονδίνο 1907 – 1989). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Τελείωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη και το 1926 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Repertory Theatre του Μπίρμιγχαμ. Η …   Dictionary of Greek

  • ανακλαστήρας — Γενικά, είναι ένα σύστημα κατάλληλο να συγκεντρώνει και να κατευθύνει ακτινοβολούσα ενέργεια. Στην οπτική χαρακτηρίζεται α. το σύστημα των κατόπτρων ή των ανακλαστικών επιφανειών (κατοπτρικοί α.), το οποίο επιτρέπει την παραγωγή ειδώλων φωτεινών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»