-
1 κιναιδίας
κιναιδίᾱς, κιναιδίαfem acc plκιναιδίᾱς, κιναιδίαfem gen sg (attic doric aeolic)κιναιδίᾱς, κιναιδίαςmasc acc plκιναιδίᾱς, κιναιδίαςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
2 κιναιδίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναιδίας
-
3 κιναιδία
κιναιδίᾱ, κιναιδίαfem nom /voc /acc dualκιναιδίᾱ, κιναιδίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)κιναιδίᾱ, κιναιδίαςmasc nom /voc /acc dualκιναιδίαςmasc voc sgκιναιδίᾱ, κιναιδίαςmasc voc sg (attic)κιναιδίᾱ, κιναιδίαςmasc gen sg (doric aeolic)κιναιδίαςmasc nom sg (epic)——————κιναιδίαι, κιναιδίαfem nom /voc plκιναιδίᾱͅ, κιναιδίαfem dat sg (attic doric aeolic)κιναιδίαι, κιναιδίαςmasc nom /voc plκιναιδίᾱͅ, κιναιδίαςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
4 κιναιδίαν
κιναιδίᾱν, κιναιδίαfem acc sg (attic doric aeolic)κιναιδίᾱν, κιναιδίαςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)κιναιδίαςmasc acc sg -
5 κιναιδίου
κιναίδιονneut gen sgκιναιδίαςmasc gen sg -
6 κίναιδος
Grammatical information: m.Meaning: `lewd man, catamite' (Pl., Herod.),Compounds: In compp., e. g. κιναιδο-λογέω (Str.); name of a sea-fish (Plin.), a bird (= κιναίδιον, Gal.).Derivatives: κιναίδιον (- ιος) name of the ἴυγξ (H., Phot.), the wagtail (sch.) etc., κιναιδίας m. `stone, found in the fish κίναιδος' (Plin.), - ία `lewdness' (Aeschin.), - ώδης `like a κ.' (sch.); κιναιδίζω `be a κ.' (Antioch. Astr.) with κιναίδισμα (Eust.), also - δεύομαι (sch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Acc. to Archigenes (ap. Gal. 12, 800) Syrian. Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,854Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίναιδος
См. также в других словарях:
κιναιδίας — κιναιδίας, ὁ (Α) [κίναιδος] λίθος που βρέθηκε στο κεφάλι τού ιχθύος κίναιδος* … Dictionary of Greek
κιναιδίας — κιναιδίᾱς , κιναιδία fem acc pl κιναιδίᾱς , κιναιδία fem gen sg (attic doric aeolic) κιναιδίᾱς , κιναιδίας masc acc pl κιναιδίᾱς , κιναιδίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναιδία — κιναιδίᾱ , κιναιδία fem nom/voc/acc dual κιναιδίᾱ , κιναιδία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κιναιδίᾱ , κιναιδίας masc nom/voc/acc dual κιναιδίας masc voc sg κιναιδίᾱ , κιναιδίας masc voc sg (attic) κιναιδίᾱ , κιναιδίας masc gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναιδίαν — κιναιδίᾱν , κιναιδία fem acc sg (attic doric aeolic) κιναιδίᾱν , κιναιδίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κιναιδίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναιδίᾳ — κιναιδίαι , κιναιδία fem nom/voc pl κιναιδίᾱͅ , κιναιδία fem dat sg (attic doric aeolic) κιναιδίαι , κιναιδίας masc nom/voc pl κιναιδίᾱͅ , κιναιδίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek
κιναιδίου — κιναίδιον neut gen sg κιναιδίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)