-
1 κιμβικεία
-
2 κιβικία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιβικία
-
3 κιμβικεία
См. также в других словарях:
κιμβικεία — και κιμβικία, ἡ (Α) [κίμβιξ] κιμβεία* … Dictionary of Greek
1 κιμβικεία
2 κιβικία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιβικία
3 κιμβικεία
κιμβικεία — και κιμβικία, ἡ (Α) [κίμβιξ] κιμβεία* … Dictionary of Greek