-
1 κιλλίβας
κιλλί-βας, αντος, ὁ, ein Gestell, auf welches der Schild weggelegt wird; ein Teil des Wagengestells. Ein Gestell zu einer Wurfmaschine. Die Staffelei der Maler -
2 ὀκρί-βας
ὀκρί-βας, αντος, ὁ, 1) Gerüst auf der Schaubühne, bes. in der Tragödie, von wo herab die Schauspieler sprachen, ἀναβαίνοντος ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα μετὰ τῶν ὑποκριτῶν, Plat. Conv. 194 b; Luc. Ner. 9; entweder = λογεῖον, wie Schol. Plat. a. a. O. u. Phot., nach Tim. lex. πῆγμα τὸ ἐν ϑεάτρῳ τιϑέμενον, ἐφ' οὗ ἵστανται οἱ τὰ δημόσια λέγοντες, oder die Stelle der ϑυμέλη in den alten Theatern vertretend, oder nach Hesych. κιλλίβας τρισκελής, ἐφ' οὗ ἵσταντο οἱ ὑποκριταὶ καὶ τὰ ἐκ μετεώρου ἔλεγον; derselbe erklärt es auch noch durch ἐμβάται, wie Phot. durch ἐμβάδες; u. so braucht es Philostr. V. Apoll. 5, 9, έφεστῶτα ὀκρίβασιν οὕτως ὑψηλοῖς, vom tragischen Kothurn, nach V. Sophist. 1, 9 u. Themist. or. 26 p. 316 d Erfindung des Aeschylus. – 2) die Staffelei des Malers, Poll. 7, 129. 10, 163. – 3) der erhöhte Sitz des Kutschers, Kutschbock, Suid., u. übh., wie κιλλίβας, ein Gerüst, hinaufzusteigen oder Etwas darauf zu stellen, Bock. – Nach Hesych. auch = κίλλος, Esel, wilder Bock.
-
3 ὀκρίβας
ὀκρί-βας, αντος, ὁ, (1) Gerüst auf der Schaubühne, bes. in der Tragödie, von wo herab die Schauspieler sprachen; έφεστῶτα ὀκρίβασιν οὕτως ὑψηλοῖς, vom tragischen Kothurn. (2) die Staffelei des Malers. (3) der erhöhte Sitz des Kutschers, Kutschbock; übh., wie κιλλίβας, ein Gerüst, hinaufzusteigen oder etwas darauf zu stellen; auch = κίλλος, Esel, wilder Bock
См. также в других словарях:
κιλλίβας — κιλλίβας, αντος, ὁ (Α) βλ. κιλλίβαντας … Dictionary of Greek
κιλλίβας — κιλλίβᾱς , κιλλίβας three legged stand masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλιβάντων — κιλλίβας three legged stand masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλίβαντα — κιλλίβας three legged stand masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλίβαντας — κιλλίβας three legged stand masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλίβαντες — κιλλίβας three legged stand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλίβαντι — κιλλίβας three legged stand masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιλλίβαντος — κιλλίβας three legged stand masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… … Dictionary of Greek
κελλίβας — κελλίβας, ατος, ὁ (Α) πάπ. πιθ. κιλλίβας*, κινητή τράπεζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cilliba «στρογγυλή τράπεζα»] … Dictionary of Greek
κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… … Dictionary of Greek