-
1 κικλησκέτω
-
2 κικλῃσκέτω
Βλ. λ. κικλησκέτω
См. также в других словарях:
κικλησκέτω — κικλήσκω call pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κικλῃσκέτω — κικλήσκω call pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)