-
1 κιθώνη
-
2 χιτώνη
См. также в других словарях:
κιθώνη — κιθώνη, ἡ (Α) ιων. τ. χιτώνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνη με μετάθεση τής δασύτητας] … Dictionary of Greek
Χιτώνη — και Χιτωνέα και Κιθώνη, ἡ, Α [χιτών] 1. προσωνυμία τής Αρτέμιδος, η οποία απεικονιζόταν σε κυνήγι φορώντας δωρικό χιτώνα 2. αττικός δήμος στους πρόποδες τής Πάρνηθος, όπου τελούσαν τα Χιτώνια προς τιμήν τής Αρτέμιδος Χιτωνίας … Dictionary of Greek