Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κιθαρισμός

См. также в других словарях:

  • κιθαρισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρισμός — ὁ (Α κιθαρισμός) [κιθαρίζω] κιθάρισις*, το παίξιμο τής κιθάρας …   Dictionary of Greek

  • κιθαρισμοῖς — κιθαρισμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρισμοῦ — κιθαρισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρισμούς — κιθαρισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρισμόν — κιθαρισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»