Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κητώεις

См. также в других словарях:

  • κητώεις — κητώεις, εσσα, εν (Α) 1. (ομηρικό επίθ. τής Λακεδαίμονος) ο γεμάτος κοιλότητες, χαράδρες, σπηλιές («οἵ δ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Δούρειο Ίππο) σπηλαιώδης, κοίλος, κούφιος 3. πελώριος, τεράστιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης …   Dictionary of Greek

  • κητώεις — full of hollows masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητώεντα — κητώεις full of hollows neut nom/voc/acc pl κητώεις full of hollows masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητωέσσῃ — κητώεις full of hollows fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητώεντος — κητώεις full of hollows masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητώεσσα — κητώεις full of hollows fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κητώεσσαν — κητώεις full of hollows fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρώεις — δενδρώεις, εσσα, εν (Α) ο δενδρήεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ώεις. Το –ω τού επιθήματος οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. κητώεις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»