-
1 κηρώι
-
2 κηρῶι
См. также в других словарях:
κηρῶι — κηρῷ , κηρός bees wax masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κηρώι
2 κηρῶι
κηρῶι — κηρῷ , κηρός bees wax masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)