-
1 κηρυκηΐη
-
2 κηρυκηΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκηΐη
-
3 κηρῡκεία
-
4 κηρυκεια
ион. κηρῡκηΐη ἥ1) должность глашатая Her., Thuc.2) обязанности посла, посольство3) вознаграждение глашатаю Isae.
См. также в других словарях:
κηρυκηίη — κηρυκηΐη, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. κηρυκεία … Dictionary of Greek
κηρύκεια — κηρυκεία, ιων. τ. κηρυκηΐη, ἡ (Α) [κηρυκευω] 1. το αξίωμα ή το έργο τού κήρυκα («τοῑσι αἱ κηρυκηΐαι αἱ ἐκ Σπάρτης πᾱσαι γέρας δέδονται», Ηρόδ.) 2. πρεσβεία («μηδ ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελλέσθω», Αισχίν.) 3 ο μισθός τού κήρυκα … Dictionary of Greek