-
1 проповедовать
-дую, -дуешь κ. παλ. про-поведывать, -аю, -аешьρ.δ.μ. κηρύσσω•проповедовать христианство κηρύσσω το χριστιανισμό•
проповедовать материализм κηρύσσω τον υλισμό.
|| κηρύσσω το θείο λόγο, ιδέες, διαδσκαλία κ.τ.τ. -
2 объявить
-явли, -явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объявленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. ανακοινώνω, γνωστοποιώ• κοινοποιώ• δηλώνω•объявить о своём несогласии δηλώνω ότι δε συμφωνώ•
объявить приговор ανακοινώνω καταδικαστική απόφαση•
объявить своё мнение, свою волю γνωστοποιώ τη γνώμη μου, τη θέληση μου.
|| (αν)αγγέλλω δημοσιεύω•объявить приятную новость αναγγέλλω ευχάριστη είδηση•
объявить о выходе книги αναγγέλλω την έκδοση βιβλίου.
|| εκφράζω•объявить благодарность εκφράζω την ευαρέσκεια.
|| φανερώνω, δείχνω•объявить свои намерения φανερώνω τις διαθέσεις μου.
|| καταγγέλλω•объявить о прекращении перемирия καταγγέλλω την ανακωχή.
|| φανερώνω, αποκαλύπτω, λέγω•объявить своё имя λέγω το όνομα μου (το ποιος είμαι).
2. κηρύσσω•объявить войну κηρυσσω τον πόλεμο•
объявить мобилизацию κηρύσσω επιστράτευση.
|| προκηρύσσω•объявить конкурс προκηρύσσω διαγωνισμό.
|| διακηρύσσω, διαγορεύω•объявить кого сумасшедшим διαδίδω για κάποιον ότι είναι τρελλός.
1. (απλ.) εμφανίζομαι, προβάλλω, παρουσιάζομαι.2. παλ. κηρύσσομαι. -
3 проповедовать
-
4 проповедовать
проповед||оватьнесов1. рел. κηρύσσω, κάνω κήρυγμα·2. перен κηρύσσω. -
5 забастовка
η απεργίαпрекращать - у σταματώ/διακόπτω την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > забастовка
-
6 нейтралитет
η ουδετερότηταобъя-вить - κηρύσσω -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нейтралитет
-
7 объявлять
1. (заявлять, оглашать) δηλώνω, κοινοποιώ, ανακοινώνω, (напр. войну) κηρύσσω 2. (сообщать, ставить в известность) γνωστοποιώ, κοινοποιώ, δηλώνω, αναγγέλλω, ανακοινώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объявлять
-
8 проповедование
η κήρυξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проповедование
-
9 война
войн||аж ὁ πόλεμος:гражданская \война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος· Великая Отечественная \война ὁ Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος· национально-освободительная \война ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος· партизанская \война ὁ ἀνταρτοπόλεμος· мировая \война ὁ παγκόσμιος πόλεμος· холодная \войнаό ψυχρός πόλεμος· объявить \войнау́ κηρύσσω (или κηρύχνω) τόν πόλεμο· развязать \войнау ἀρχίζω (или ἐξαπολύω) πόλεμο· во время \войнаώ τόν καιρό τοῦ πολέμου, στήν περίοδο τοῦ πολέμου. -
10 голодовка
голод||овкаж (в знак протеста) ἡ ἀπεργία πείνας:объявить \голодовкао́вку κηρύσσω ἀπεργία πείνας. -
11 нейтралитет
нейтралитетм ἡ οὐδετερότητα [-ης]:объявить \нейтралитет κηρύσσω οὐδετερότητα -
12 возгласить
-ашу, -асишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ашенный, βρ: член, -шена, -шеноρ.σ.αναφωνώ, φωνάζω, κηρύσσω μεγαλόφωνα. -
13 голодовка
-и θ.1. πείνα διαρκής.2. απεργία πείνας•объявить -у κηρύσσω απεργία πείνας.
-
14 дворянство
-а ουδ. η ευγένεια, η τάξη των ευγενών. || οι ευγενείς, οι ευπατρίδες•предводитель -ва αρχιγέτης ευγενών•
уездное οι ευγενείς επαρχίας•
русское дворянство οι ευγενείς της Ρωσίας.
|| τίτλος ευγένειας•пожаловать кому-н. дворянство κηρύσσω ευγενή κάποιον, δίνω τον τίτλο ευγενείας.
-
15 забастовка
-и θ.απεργία•всеобщая забастовка γενική απεργία•
всегреческая забастовка πανελλαδική απεργία•
забастовка протеста απεργία διαμαρτυρίας•
солидарности απεργία αλληλεγγύης•
объявить -у κηρύσσω απεργία.
-
16 исповедовать
-дую, -дуешьρ.δ.κ.σ.μ.1. εξομολογώ, εξαγορεύω. || ρωτώ να μάθω, εξετάζω.2. (εκκλσ.) εξομολογούμαι, λέγω τις αμαρτίες. || αποκαλύπτω, φανερώνω (μυστικά). || κηρύσσω.εξομολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
17 локаутировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.κάνω ανταπεργία, κηρύσσω λόκ-άουτ. -
18 меч
-ά α. ξίφος, ρομφαία, σπαθί, σπάθα•обнажить меч σύρω (τραβώ) το σπαθί, ξιφουλκώ•
вложить меч в ножны βάζω το σπαθί στη θήκη•
меч правосудия το σπαθί της θέμιδας.
εκφρ.вложить меч в ножны – σταματώ τον πόλεμο, τον αλληλσπαραγμό•поднять ή обнажать меч – κηρύσσω τον πόλεμο, τον αλληλοσπαραγμό•скрестить -и – παίρνω μέρος στη διαμάχη. -
19 невиновный
επ., -вен, -вна, -вноαθώος, μη ένοχος•признать -ым κηρύσσω αθώο.
-
20 читать
ρ.δ., μτχ. ενστ. читающий, παθ. μτχ. ενστ. читаемый, βρ: -таем, -а, -о παθ. μτχ. παρλθ. χρ. читанный, βρ: -тан, -а, -о.1. διαβάζω, αναγι(γ)νώσκω•читать газету διαβάζω εφημερίδα•
читать книгу διαβάζω το βιβλίο•
он не умеет читать αυτός δεν ξέρει να διαβάζει•
читать вслух διαβάζω φωναχτά•
читать по слогам διαβάζω συλλαβιστά•
читать про себя διαβάζω με το νου μου•
читать бегло διαβάζω ελεύθερα, φευγαλέα.
2. κατανοώ, καταλαβαίνω (παρατηρώντας σχήματα, σημάδια)•читать чертежи διαβάζω τα σχέδια•
читать ноты διαβάζω τις νότες.
3. διαγιγνώσκω, διαβλέπω, διορώ•читать мысли διαβάζω τις σκέψεις.
4. απαγγέλλω•читать стих απαγγέλλω ποίημα.
|| κηρύσσω• κάνω διάλεξη, μιλώ. || διδάσκω•он -ет в институте αυτός διδάσκει στο Ινστιτούτο.
εκφρ.читать наставления ή правоучния, нотации) – νουθετώ, συνετίζω, κατηχώ, διαβάζω, παραινώ.διαβάζομαι•надпись -ется с трудом η επιγραφή διαβάζεται με δυσκολία (είναι δυσανάγνωστη)•
роман –ется всеми το μυθιστόρημα διαβάζεται απ όλους•έχω διάθεση για διάβασμα•
мне что-то не -ется κάπως δεν έχω διάθεση για διάβασμα.
|| διαγιγνώσκομαι, διαφαίνομαι, διαβλεπομαι.
См. также в других словарях:
κηρύσσω — και κηρύττω κήρυξα, κηρύχτηκα, κηρυγμένος 1. κάνω γνωστό στο πλήθος με τον κήρυκα, διαδηλώνω, λέγω κάτι δημόσια: Κήρυξε επιστράτευση. 2. κηρύσσω το λόγο του Θεού. 3. «κηρυγμένος εχθρός», φανερός εχθρός: Είναι κηρυγμένος εχθρός της δημοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηρύσσω — κηρύσσω, κήρυξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
κηρύσσω — κηρύ̱σσω , κηρύσσω to be a herald pres subj act 1st sg κηρύ̱σσω , κηρύσσω to be a herald pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρῦσσον — κηρύσσω to be a herald pres part act masc voc sg κηρύσσω to be a herald pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρῦττον — κηρύσσω to be a herald pres part act masc voc sg (attic) κηρύσσω to be a herald pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκηρῦχθαι — κηρύσσω to be a herald perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρῦξαι — κηρύσσω to be a herald aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρῦξαν — κηρύσσω to be a herald aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύξαντ' — κηρύ̱ξαντα , κηρύσσω to be a herald aor part act neut nom/voc/acc pl κηρύ̱ξαντα , κηρύσσω to be a herald aor part act masc acc sg κηρύ̱ξαντι , κηρύσσω to be a herald aor part act masc/neut dat sg κηρύ̱ξαντε , κηρύσσω to be a herald aor part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύξουσ' — κηρύ̱ξουσα , κηρύσσω to be a herald fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κηρύ̱ξουσι , κηρύσσω to be a herald aor subj act 3rd pl (epic) κηρύ̱ξουσι , κηρύσσω to be a herald fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)