-
1 κηρυκεύσαι
-
2 κηρυκεῦσαι
См. также в других словарях:
κηρυκεῦσαι — κηρῡκεῦσαι , κηρυκεύω perform the office of a herald aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κηρυκεύσαι
2 κηρυκεῦσαι
κηρυκεῦσαι — κηρῡκεῦσαι , κηρυκεύω perform the office of a herald aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)