-
1 κηρο-παγής
κηρο-παγής, ές, aus Wachs zusammengefügt; ϑαλάμαι, Bienenzellen, Apollnds. 6 (VI, 239); τρίχες Maneth. 1, 242.
-
2 κηροπαγής
κηρο-παγής, ές, aus Wachs zusammengefügt; ϑαλάμαι, Bienenzellen
См. также в других словарях:
χιονοβροχοπαγής — ές, Α παγωμένος από βροχή και από χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βροχή + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. κηρο παγής, ὑδρο παγής] … Dictionary of Greek
ξυλοπαγής — ές (Α ξυλοπαγής, ές) συναρμοσμένος ή κατασκευασμένος με ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + παγής{ < θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. κηρο παγής] … Dictionary of Greek
υδατοπαγής — ές, Μ στερεωμένος με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω», πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ. κηρο παγής] … Dictionary of Greek