-
1 садовник
-
2 садовник
ο κηπουρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > садовник
-
3 огородиик
огородии||км ὁ κηπουρός. -
4 садовник
садовникм ὁ κηπουρός, ὁ περιβολάρης. -
5 огородник
[αγκαρόντνικ] ουσ. α κηπουρός -
6 садовник
[σαντόβνικ] ουσ. α. κηπουρός -
7 огородник
[αγκαρόντνικ] ουσ α κηπουρός -
8 садовник
[σαντόβνικ] ουσ α κηπουρός -
9 бахчевод
-а α.μπαχτσιοβάνος, μποστανο-καλλιεργητήο, λαχανοκαλλιεργητής• κηπουρός. -
10 огородник
-а α.-ца, -ы θ.λαχανοκόμος, κηπουρός. -
11 садовник
-а α., -ца, -ы θ. κηπουρός, κηποκόμος, περιβολάρης. -
12 садовничать
ρ.δ.1. εργάζομαι κηπουρός.2. κηπεύω, ασχολούμαι με την κηπουρική. -
13 садовод
-а α.κηπουρός, κηποκόμος, περιβολάρης. -
14 учёный
επ., βρ: учн, -а, -о.1. επιστήμονας, έμπειρος•учёный садовод επιστήμονας κηπουρός.
|| (για ζώα) συνηθισμένος, γυμνασμένος, εξασκημένος.2. πολυμαθής, πολύμαθος, πολΰξερος, πολύγνωρος, πολυκάτεχος.(απλ.) γραμματισμένος, μορφωμένος.3. ουσ. επιστήμονας•известный учёный διάσημος επιστήμονας•
-с мировым именем επιστήμονας παγκόσμιας φήμης.
4. επιστημονικός•-ая статья επιστημονικό άρθρο•
учёный спор επιστημονική συζήτηση•
-ые термины επιστημονικοί όροι (ορολογίες)•
учёный круг επιστημονικός κύκλος•
-ая степень ο επιστημονικός βαθμός•
-ое звание ο επιστημονικός τίτλος.
См. также в других словарях:
κηπουρός — keeper of a garden masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρός — ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός) αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.) αρχ. 1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.) 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
κηπουρός — ο αυτός που καλλιεργεί τον κήπο, περιβολάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πολλάκι καὶ κηπουρὸς ἀνὴρ μάλα καίριον εἴπεν. — См. Временем и дурак правду скажет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κηπουροί — κηπουρός keeper of a garden masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρούς — κηπουρός keeper of a garden masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρῷ — κηπουρός keeper of a garden masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρόν — κηπουρός keeper of a garden masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κηπουρώ — κηπουρῶ και μτγν. τ. κηπωρῶ έω (Α) [κηπουρός] μελετώ την κηπουρική ή εξασκούμαι σ αυτήν, είμαι κηπουρός … Dictionary of Greek
Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… … Dictionary of Greek