-
1 κηπευτός
κηπευτόςcultivated: masc nom sg -
2 κηπευτός
η, όν могущий быть выращенным в саду, огороде -
3 κηπευτός
A cultivated, grown in a garden, Dsc.3.45, Gp.12.30.7, Paul.Aeg.1.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηπευτός
-
4 εὖ-κήπευτος
εὖ-κήπευτος, im Garten leicht zu ziehen, Theophr.
-
5 ἀ-κήπευτος
ἀ-κήπευτος, nicht im Garten gebaut, = ἄγριος, wild wachsend, Posidon. bei Athen. IX, 369 d.
-
6 κηπευτόν
κηπευτόςcultivated: masc acc sgκηπευτόςcultivated: neut nom /voc /acc sg -
7 κηπευτή
κηπευτόςcultivated: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 κηπευτών
κηπευτήςmasc gen plκηπευτόςcultivated: fem gen plκηπευτόςcultivated: masc /neut gen pl -
9 κηπευτῶν
κηπευτήςmasc gen plκηπευτόςcultivated: fem gen plκηπευτόςcultivated: masc /neut gen pl -
10 κηπεύω
κηπεύω, im Garten Bäume ziehen, Philostr.; pass., Theophr.; τὰ κηπευόμενα, Gartengewächse, Arist. gen. an. 3, 5. – Adj. verb. κηπευτός, im Garten gebau't, Diosc. – Uebertr., pflegen; βόστρυχον Eur. Troad. 1175; αἰδὼς ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις Hipp. 78; Eubul. bei Ath. XIII, 568 e.
-
11 κηπεύσιμος
ος, ον см. κηπευτός -
12 κηπευτής
-
13 κηπευτῆς
-
14 κηπευταίς
-
15 κηπευταῖς
-
16 κηπευτού
-
17 κηπευτοῦ
-
18 κηπευτώ
-
19 κηπευτῷ
-
20 κηπεύσιμος
κηπ-εύσιμος, ον,A = κηπευτός, Alex.Trall.Febr.7, Sch.Nic. Th.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηπεύσιμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κηπευτός — cultivated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπευτός — ή, ό (ΑΜ κηπευτός, ή, όν) [κηπευω] (για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, ήμερος («κηπευτὸν σκόρδον», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
κηπευτόν — κηπευτός cultivated masc acc sg κηπευτός cultivated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπευτῆς — κηπευτός cultivated fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπευτή — κηπευτός cultivated fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπευτῷ — κηπευτός cultivated masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπευτῶν — κηπευτής masc gen pl κηπευτός cultivated fem gen pl κηπευτός cultivated masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακήπευτος — η, ο (Α ἀκήπευτος, ον) αυτός που δεν καλλιεργείται σε κήπο, ο άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κηπευτὸς < κηπεύω] … Dictionary of Greek
ευκήπευτος — εὐκήπευτος, ον (ΑΜ) αυτός που καλλιεργείται καλά («ὁ φυτουργὸς τῶν εὐκηπεύτων δένδρων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηπευτός (< κηπεύω)] … Dictionary of Greek
κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… … Dictionary of Greek
κηπευτικός — ή, ό (ΑΜ κηπευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κήπο, αυτός που καλλιεργείται σε κήπο («κηπευτικά προϊόντα») 2. το θηλ. ως ουσ. η κηπευτική η τέχνη τού κηπουρού, η κηπουρική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηπευτικά… … Dictionary of Greek