-
1 κηπαία
κηπαίᾱ, κηπαῖοςof: fem nom /voc /acc dualκηπαίᾱ, κηπαῖοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κηπαίᾱͅ, κηπαῖοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κηπαίᾳ
Βλ. λ. κηπαία -
3 κηπαίας
κηπαίᾱς, κηπαῖοςof: fem acc plκηπαίᾱς, κηπαῖοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 κηπαίαν
κηπαίᾱν, κηπαῖοςof: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 κηπαῖος
A of or from a garden, cultivated,κ. σίκυες Arist.Pr. 926b7
, cf. Dsc.2.146, Gal.6.627 (v.l.), etc.; κ. παράδεισοι garden-like parks, Clearch.6.II κηπαία (sc. θύρα), ἡ, gardendoor, back-door, Hermipp.47.9, cf.Poll.1.76; prov., ταῖς κ. θύραις 'by the back-stairs', D.L.7.25, cf. Gal.2.98.2 a herb, Sedum Cepaea, Dsc.3.151.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηπαῖος
-
6 σμῖλαξ
III σμ. κηπαία, kidneybean, Phaseolus vulgaris, Dsc.2.146.IV bindweed, μῖλαξ in Thphr.HP1.10.6, Plin.HN24.83,σμῖλαξ Thphr.HP3.18.11
, 7.8.1; μ. τραχεῖα rough bindweed, Smilax aspera, Dsc.4.142; σμ. τραχεῖα Ps.-Dsc.4.142; μ. λεία great bindweed, Convolvulus sepium, Dsc.4.143; σμ. λεία Ps.-Dsc.4.143.—The σμῖλαξ or μῖλαξ of Trag. and Com. is prob. Smilax aspera (No. IV), cf. E.Ba. 108 (lyr.), 703, Ar.Nu. 1007;σμ. ἡ πολύφυλλος Eup.14.3
, cf. Ar.Av. 216 (anap.). -
7 φύλλιον
A = ἡδύσματα κηπαῖα, Hp. ap. Gal.19.153.2 perh. a kind of plate,φ. ἀργυρᾶ ὀκτώ PLond.1.191.11
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύλλιον
-
8 ἀνδράχλη
ἀνδράχλη, ἡ, said to be [dialect] Att. form for ἀνδράχνη (1), Hellad. ap. Phot. Bibl.p.533B., S.Fr. 823, but in this passage, as in Thphr.HP1.5.2, 1.9.3, =A Arbutus Andrachne.II warming-pan or brazier, Eust. 1571.25, Poet. ap. Suid. [full] ἄνδραχλος, ἡ, = ἀνδράχνη, EM102.36, v.l. in Thphr.HP4.15.2. [full] ἀνδράχνη, ἡ, purslane, Portulaca oleracea, Id.CP1.10.4, al., Dsc.2.124, Luc.Trag.151, prob.l. in Pl. Com.44;ἀ. κηπαία Dsc.4.168
.2 ἀ. ἀγρία, = πεπλίς, Dsc.4.168; but = Sedum stellatum, stonecrop, ib.90; also=τηλέφιον, Ps.-Dsc.2.186, Gal.19.146.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδράχλη
См. также в других словарях:
κηπαία — κηπαίᾱ , κηπαῖος of fem nom/voc/acc dual κηπαίᾱ , κηπαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαίᾳ — κηπαίᾱͅ , κηπαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαίας — κηπαίᾱς , κηπαῖος of fem acc pl κηπαίᾱς , κηπαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαίαν — κηπαίᾱν , κηπαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… … Dictionary of Greek
ДОМ — • Domus. I. Греческий дом. Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… … Реальный словарь классических древностей
ατράφαξις — η [Α ἀτράφαξις και ξυς, ( έως)] το φαρμακευτικό φυτό ατράφαξις η κηπαία ή η ροδόχρους, το χρυσολάχανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. Ο λατ. τ. atriplex είναι δάνειο από την Ελληνική ή από μία μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα] … Dictionary of Greek
δόλιχος — ο (AM δόλιχος) 1. αγώνισμα δρόμου αντοχής (περ. 5 χιλιομέτρων) 2. (για χρόνο ή ενέργεια) έκταση πέρα από το κανονικό 3. μέτρο μήκους ίσο με 12 στάδια 4. το φυτό σμίλαξ η κηπαία, αμπελοφάσουλο … Dictionary of Greek
πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… … Dictionary of Greek
σμίλαξ — (I) η / σμῑλαξ, ίλακος, ΝΑ γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων φυτών, συνήθως αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες τής τάξης λιλιώδη, περιλαμβάνει 300 περίπου είδη… … Dictionary of Greek