-
1 κηλίς
κηλίς, ῖδος, ἡ, Fleck, Schmutz; λιχὴν βροτοφϑόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ Aesch. Eum. 756, vgl. 783; Blutfleck, Soph. El. 438; übertr., Schmach, τοιάνδε κηλῖδα συμφορᾶς O. R. 833, vgl. 1384 O. C. 1136; κηλὶς μητροκτόνος Eur. I. T. 1200; ἐστάϑη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς σπουδαίοις Λακεδαιμονίων Xen. Hell. 3, 1, 9, Brandmal; ϑεία κηλὶς προςπίπτει τινί Antiph. 3 γ 8; εἰς ὑμᾶς ἀναφέρεται ib. 11, eben so wie in der Stelle des Soph., = μίασμα; vgl. Antiphan. 7 (IX, 258); Sp., wie Hdn. 6, 8, 16 vrbdt τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν.
-
2 ἐκ-μάσσω
ἐκ-μάσσω, att. - μάττω, 1) aus-, abwischen; τοὺς ἐμπροσϑίους πόδας εἰς τοὺς μέσους, von den Honig sammelnden Bienen, Arist. H. A. 9, 40; τί τινι, N. T; κηλῖδα, auswischen, Soph. El. 438; Arist. insomn. 2; αἷμα Eur. Herc. f. 1400; putzen, D. Hal. 9, 10. – Med., ἔκμαξαι, μὴ κλαῖε Rufin. 28 (V, 43), trockne die Thränen. – 2) in einer Masse wie Wachs oder Gyps abformen, abbilden; αὑτὸν ἐκμ. καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους Plat. Rep. III, 396 d; vgl. Theaet. 191 d; ἐκμεμαγμένον εἰκόνα (λίϑον) Ep. App. 391. – Häufiger im med.; ποδῶν ἴχνη Theocr. 17, 122; ὁ παῖς ἐς τὸ ἀκριβέστερον ἐξεμάξατο τὸν διδάσκαλον, war ein treues Abbild des Lehrers, Alciphr. 3, 64; a. Sp. So vielleicht zu nehmen ἐκεῖνος αὐτὸς ἐκμεμαγμένος Cratin. Poll. 9, 131; τὴν ἰδέαν τοῠ παιδὸς ἐκμεμάχϑαι, sich einprägen, Plut. Cic. 44.
-
3 ἐκμάσσω
ἐκ-μάσσω, (1) aus-, abwischen; τοὺς ἐμπροσϑίους πόδας εἰς τοὺς μέσους, von den Honig sammelnden Bienen; κηλῖδα, auswischen; putzen; ἔκμαξαι, μὴ κλαῖε, trockne die Tränen. (2) in einer Masse wie Wachs oder Gips abformen, abbilden; ὁ παῖς ἐς τὸ ἀκριβέστερον ἐξεμάξατο τὸν διδάσκαλον, war ein treues Abbild des Lehrers; τὴν ἰδέαν τοῠ παιδὸς ἐκμεμάχϑαι, sich einprägen
См. также в других словарях:
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
κηλίδα — η 1. λέρα, λεκές: Το πάτωμα έχει μαύρες κηλίδες. 2. στίγμα που εμφανίζεται στο δέρμα ή στα όργανα του σώματος και έχει διαφορετικό χρώμα από το χρώμα του σώματος. 3. αίσχος, ατιμία, μουντζούρα: Η σφαγή αυτή των αιχμαλώτων αποτελεί μαύρη κηλίδα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηλῖδα — κηλίς stain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογγολική κηλίδα — Επίπεδη, λεία, καστανή έως κυανόμαυρη κηλίδα, ποικίλου μεγέθους, στο κάτω μέρος της πλάτης και τους γλουτούς κατά τη γέννηση. Εξαφανίζεται συνήθως πριν από την ηλικία των 5 χρονών … Dictionary of Greek
ακουστική κηλίδα — Πρόκειται για ένα σημείο του εσωτερικού τοιχώματος του σφαιρικού και ελλειπτικού κυστιδίου, στο αφτί. Περιέχει νευροεπιθηλιακά κύτταρα στα οποία καταλήγει το αιθουσαίο νεύρο … Dictionary of Greek
κηλῖδ' — κηλῖδα , κηλίς stain fem acc sg κηλῖδι , κηλίς stain fem dat sg κηλῖδε , κηλίς stain fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδής — O εσωτερικότερος από τους χιτώνες που αποτελούν τα τοιχώματα του οφθαλμικού βολβού. Είναι χιτώνας αισθητήριος και θεωρείται το κυριότερο μέρος του οργάνου της όρασης, επειδή πάνω σε αυτόν το φως –φυσικό ερέθισμα– μετατρέπεται κατάλληλα ώστε να… … Dictionary of Greek
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek