Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κηληθμός

См. также в других словарях:

  • κηληθμός — κηληθμός, ὁ (Α) καταγοήτευση, ηδονή, τέρψη («κηληθμῷ δ ἔσχοντο κατά μέγαρα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, ορχ ηθμός)] …   Dictionary of Greek

  • Κηληθμός — rapture masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηληθμός — rapture masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηληθμῷ — Κηληθμός rapture masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηληθμῷ — κηληθμός rapture masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηληθμόν — Κηληθμός rapture masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηληθμόν — κηληθμός rapture masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

  • kēl-, kōl-, kǝl- —     kēl , kōl , kǝl     English meaning: to deceive, enthrall, etc..     Deutsche Übersetzung: “betören, vorspiegeln, schmeicheln, betrũgen”     Material: Gk. Att. κηλέω (Proto Gk. η) “ enchant, betören”, κηληθμός “ enthrallment “, κηληδόνες pl …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»