Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κηθίς

См. также в других словарях:

  • κηθίς — κηθίς, ίδος, ἡ (Α) αγγείο στο οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι, κάλπη, κληρωτίδα, ψηφοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με μυκηναϊκό kati «είδος αγγείου με μικρές λαβές»] …   Dictionary of Greek

  • κηθίς — dice box fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηθάριον — κηθάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κηθίς) μικρή κληρωτίδα, μικρή κάλπη («ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον καί τραγαλίζοντα τὸ μηδέν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ζευγ άριον, κλιν άριον)] …   Dictionary of Greek

  • κηθίδιον — κηθίδιον, τὸ (Α) [κηθίς] υποκορ. τού κηθίς* …   Dictionary of Greek

  • κήθιον — και ιων. τ. κείθιον, τὸ (Α) [κηθίς] κηθάριον* …   Dictionary of Greek

  • κήτιον — κήτιον, τὸ (Α) 1. είδος άγριου πράσου που χρησιμοποιούνταν ως εμετικό 2. (κατά τον Ησύχ.) κληρωτίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήθιον (< κηθίς* «ψηφοδόχος») με απώλεια τής δασύτητας] …   Dictionary of Greek

  • κηθίνιον — κηθίνιον, τὸ (Α) κηθίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. ίνιον (πρβλ. κυτ ίνιον, σκιφ ίνιον)] …   Dictionary of Greek

  • κώθωνας — ο (Α κώθων, ωνος) μεταλλικό σκεύος για το πρωινό ρόφημα τών ναυτών αρχ. 1. είδος λακωνικού ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες και οι ναύτες 2. συμπόσιο, ευωχία 3. κῶθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»