-
1 κηδοσύνησιν
-
2 κηδοσύνῃσιν
См. также в других словарях:
κηδοσύνῃσιν — κηδοσύνη yearning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κηδοσύνησιν
2 κηδοσύνῃσιν
κηδοσύνῃσιν — κηδοσύνη yearning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)