-
1 κηδεμονήες
-
2 κηδεμονῆες
См. также в других словарях:
κηδεμονῆες — κηδεμονεύς masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κηδεμονήες
2 κηδεμονῆες
κηδεμονῆες — κηδεμονεύς masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)