-
1 ἐνταυθοῖ
ἐνταυθοῖ, hierher, κεῖσο, lege dich, Il. 21, 122, ἧσο Od. 18, 105. 20, 262; γράψωμεν ἐνταυϑοῖ Xen. Mem. 4, 2, 13, dem ποτέρωσε ϑῶμεν entsprechend; ἀναβιβάσασϑαι ἐνταυϑοῖ Plat. Apol. 18 d, wie 40 b; πάρεισιν ἐνταυϑοῖ 33 d, vgl. Phil. 15 a; Prot. 310 a ist mit den besten mss. ἐνταυϑί zu schreiben; = ἐνταῠϑα, μενεῖς Ar. Nub. 814; Andoc. 1, 89; Dem. Lept. 106. Häufiger bei Sp., wie Pol. 5, 13, 8.
-
2 ἐνταυθοῖ
См. также в других словарях:
κεῖσο — κεῖμαι Aër. pres imperat mp 2nd sg κεῖμαι Aër. imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεῖσ' — κεῖσε , ἐκεῖσε thither poetic indeclform (adverb) κεῖσο , κεῖμαι Aër. pres imperat mp 2nd sg κεῖσαι , κεῖμαι Aër. pres ind mp 2nd sg κεῖσο , κεῖμαι Aër. imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) κεῖσε , κεῖσε thither indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υρνηθώ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά Τημένη του Άργους, που ήταν ένας από τους Ηρακλείδες. Ο πατέρας της την αγαπούσε περισσότερο από τους γιους του, την πάντρεψε με τον αγαπητό του σύμβουλο και βοηθό στρατηγό Δηιφόντη και σκόπευε να την κάνει… … Dictionary of Greek