Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κεῖσο

См. также в других словарях:

  • κεῖσο — κεῖμαι Aër. pres imperat mp 2nd sg κεῖμαι Aër. imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεῖσ' — κεῖσε , ἐκεῖσε thither poetic indeclform (adverb) κεῖσο , κεῖμαι Aër. pres imperat mp 2nd sg κεῖσαι , κεῖμαι Aër. pres ind mp 2nd sg κεῖσο , κεῖμαι Aër. imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) κεῖσε , κεῖσε thither indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Υρνηθώ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά Τημένη του Άργους, που ήταν ένας από τους Ηρακλείδες. Ο πατέρας της την αγαπούσε περισσότερο από τους γιους του, την πάντρεψε με τον αγαπητό του σύμβουλο και βοηθό στρατηγό Δηιφόντη και σκόπευε να την κάνει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»