-
1 κεύθομαι
κεύθωcustos: pres ind mp 1st sg -
2 κλεύθομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεύθομαι
См. также в других словарях:
κεύθομαι — κεύθω custos pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεύθομαι — (Α) είμαι κρυμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεύθομαι «κρύβομαι»] … Dictionary of Greek