-
1 κεχυμένως
κεχυμένωςprofusely: indeclform (adverb)χέωdiffuse completely: perf part mp masc acc pl (doric) -
2 κεχυμένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεχυμένως
См. также в других словарях:
κεχυμένως — profusely indeclform (adverb) χέω diffuse completely perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχυμένος — κεχυμένος, η, ον (Α) βλ. χέω. επίρρ... κεχυμένως (Α) άφθονα, αφειδώς («πρὸς τὰς δόσεις κέχρηται τῷ βαλαντίῳ κεχυμένως», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παθ. παρακμ. κέχυμαι τού χέω «χύνω»] … Dictionary of Greek
χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… … Dictionary of Greek