-
1 κεχαρισμαι
pf. к χαρίζομαι См. χαριζομαι -
2 κεχάρισμαι
простиля простилΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κεχάρισμαι
См. также в других словарях:
κεχάρισμαι — χαρίζομαι say perf ind mp 1st sg χαρίζω say perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)