-
1 κεφάλιον
κεφᾰλ-ιον, τό, Dim. of κεφαλή, ἵππου κ., as an ornament, IG22.1466.13, cf. Dsc.4.148, Sor.1.119, al., Plu. 2.641b; κ. γλυκύ, of a person, Sammelb.5807.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφάλιον
См. также в других словарях:
θόλιον — θόλιον, τὸ (Μ) τρούλλος, θόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κεφάλ ιον, φιάλ ιον)] … Dictionary of Greek
κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
κεφαλοκλάσιον — κεφαλοκλάσιον, το (Μ) αποκεφαλισμός, θανατική εκτέλεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλάσ ιον < θ. κλασ τού κλώ «σπάω, τεμαχίζω» (πρβλ. κλάσ ις) + κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κεφαλοσπόριο — το (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στους υφομύκητες και περιλαμβάνει είδη παθογόνα για τον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalosporium < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ό] *) + spor ium (πρβλ. σπόρ ιον)] … Dictionary of Greek
σακοράφα — η, Ν 1. μεγάλη και χοντρή βελόνα με την οποία ράβονται σάκοι, στρώματα ή χοντρά υφάσματα, αλλ. σακοβελόνα ή αρμενοβελόνα 2. κοινή ονομασία σύγγναθων τελεόστεων ψαριών με αιχμηρό ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακκοράφ ιον + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α … Dictionary of Greek