-
1 κεφαληδόν
κεφᾰλ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαληδόν
См. также в других словарях:
κληματηδόν — (Μ) επίρρ. σαν κλήμα, σαν κλωνάρι, με διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. κεφαλ ηδόν, κυματ ηδόν)] … Dictionary of Greek